στοματίτιδα, μυκητώδης

στοματίτιδα, μυκητώδης
(Ιατρ.) Φλεγμονή του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας, που οφείλεται συνήθως στο μύκητα κάντιντα. Η μ.σ. συναντιέται συχνά στα νεογνά, όταν συντρέχουν ειδικές συνθήκες, όπως πτώση της αντίστασης του οργανισμού μετά από μια γενικότερη λοίμωξη ή ύστερα από καταστροφή της φυσιολογικής χλωρίδας του στόματος από ισχυρά αντιβιοτικά. Μπορεί επίσης να οφείλεται σε καντιντίαση της θηλής του μαστού της μητέρας. Η μ.σ. χαρακτηρίζεται από διαφόρου μεγέθους πλάκες λευκωπού επιχρίσματος στη μαλθακή υπερώα, στα πλάγια της γλώσσας, στα ούλα, παρειές και, μερικές φορές, στον φάρυγγα και στον οισοφάγο, θεραπευτικά, γίνονται πλύσεις της στοματικής κοιλότητας με σόδα και επαλείψεις με διάλυμα ιώδους της γεντιανής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυκητώδης — ες 1. αυτός που οφείλεται σε μύκητες («μυκητώδης στοματίτιδα» στοματίτιδα που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη στον βλεννογόνο τού στόματος και τού φάρυγγα λευκωπών πλακών οι οποίες σχηματίζονται από τον μύκητα endomyces candida ή saccharomyces… …   Dictionary of Greek

  • ενδομυκητίαση — ή ενδομύκωοη, η μυκητώδης στοματίτιδα, νόσος που προκαλείται στον άνθρωπο από τον ασκομύκητα Endomyces albicans …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”